- παραχαράξῃς
- παραχαράσσωre-stampaor subj act 2nd sgπαραχαράσσωre-stampaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… … Dictionary of Greek
υδατόσημο — το, Ν 1. το υδατόγραμμα 2. (ειδικά) υδατόγραμμα χρησιμοποιούμενο σε χαρτί γραμματοσήμων για την πιστοποίηση τής γνησιότητάς τους ή την αποτροπή παραχάραξής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + σήμα] … Dictionary of Greek